-
1 κερουτιάω
κερουτιάω, eigtl. von Stieren od. Hirschen, die Hörner, das Geweih drohend in die Höhe richten; ἀνωρτάλιζες κἀκερουτίας Ar. Equ. 1341, Schol. κεφαλὴν ἀνέτεινας, du warfst den Kopf in die Höhe, Phot. erkl. γαυριᾶν.
См. также в других словарях:
κερουτιώ — κερουτιῶ, άω (Α) 1. (για ζώα που έχουν κέρατα) κινώ βιαίως τα κέρατα προς τα πάνω 2. μτφ. υψώνω το κεφάλι και υπερηφανεύομαι («ἀνωρτάλιζες κἀκερουτίας», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κερουτ (< *κερούττα, υποτιθέμενος αττ. τ. τού κερούσσα, <… … Dictionary of Greek